DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
toimintatila n
commun. κατάσταση υπό τάση; κατάσταση "με τροφοδοσία"
ed. χώρος δραστηριοτήτων
el. ενεργοποιημένη κατάσταση; κατάσταση λειτουργικότητας; κατάσταση