DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
toimintahäiriö form.
el. ελάττωμα; σφάλμα
environ. δυσλειτουργία/ελαττωματική λειτουργία
forestr. λειτουργική διαταραχή; βλάβη; ζημία; αβαρία
health. δυσλειτουργία
law ατύχημα εκμετάλλευσης; κώλυμα εκμετάλλευσης