DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
tihkuminen form.
agric., chem. εφίδρωσις
earth.sc. διήθησις
environ. Διαποτισμός; διήθηση/διαρροή/διαποτισμός
industr., construct. έκχυση
industr., construct., chem. Διήθηση