DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
terä form.
forestr. λάμα αλυσοπρίονου
mech.eng. κόψη; λεπίς; εργαλείο πλάνισης; ακμή
met. εργαλείο τόρνευσης
met., mech.eng. κοπέας
wood. μαχαιρίδιον,μαχαίριον
tera form.
industr. tera