DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
tekojärvi abbr.
construct. ταμιευτήρας
environ. τεχνητή λίμνη; δεξαμενή (περισυλλογής); ταμιευτήρας υδάτων/δεξαμενή περισυλλογής; ταμιευτήρας υδάτων/δεξαμενή (περισυλλογής)