DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
tasoittaa v
agric. ισοπεδώνω; στρώσιμο; στρώνω
comp., MS μετατρέπω σε επίπεδη δομή
environ. επανόρθωση
forestr. ανασκάπτω; σκάβω; πλάνο; σχέδιο
law, environ. αποκατάσταση
met. λειαίνω
met., mech.eng. διανοίγω με ήλο