DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
tarkkailu form.
gen. συνεχής παρατήρηση,συνεχής επαγρύπνιση,συνεχής παρακολούθηση
econ. παρατήρηση
environ. Επιτήρηση; επιτήρηση; επιτήρηση/επαγρύπνηση; παρακολούθηση
met., construct. επίβλεψη
stat. έλεγχος
tarkkailu
: 5 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Environment4