DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
täyteläinen form.
agric. πλούσιος σε γεύση; μελένιος; λιπαρός; παχύς; που αφήνει την αίσθηση γεμάτου στόματος; πλήρης; σαρκωμένος; γενναίος; σαρκώδης; απαλός; γεμάτος; με πλούσια γεύση; πολτώδης
agric., food.ind. πληρότητα