DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
suunnitelmatalous form.
gen. κεντρικά σχεδιαζόμενη οικονομία; κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία
econ. οικονομία κεντρικού σχεδιασμού; προγραμματισμένη οικονομία; σχεδιοποιημένη οικονομία; κρατική οικονομία
fin. κεντροποιημένη οικονομία; σχεδιασμένη οικονομία