DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
suorakäyttö- form.
el. συνδεδεμένος απ'ευθείας; απ'ευθείας συνδέσεως
IT σε απευθείας σύνδεση; επιγραμμικός
suorakäyttö form.
commun., IT τρόπος λειτουργίας ON-LINE
comp., MS άμεση πρόσβαση