DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
sulatusteho form.
gen. απαιτούμενη ισχύς για τη ρευστοποίηση
industr., construct., met. ρυθμός τήξεως του γυαλιού
met. παροχή ψεκαζόμενης μάζας