DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
sukka form.
commun., el. πώμα
el. προστατευτικό κάλυμμα; χιτώνιο; ακροκιβώτιο; μπότα
hobby, industr., construct. σάκκος
hobby, transp. περίβλημα
sukka
: 1 phrase in 1 subject
Industry1