DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
sisäkerros form.
industr., construct. εσωτερικός καπλαμάς; ενδόστρωση; εσωτερική στρώση
IT, el. ενδιάμεσο στρώμα; εσωτερικό στρώμα
mater.sc. βασική στρώση; βασικό στρώμα; ενδιάμεση στρώση