DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
sisäänvirtaus form.
earth.sc., mech.eng. παροχή στην είσοδο
environ. εισροή; αναρρόφηση; παροχή; εισροή/αναρρόφηση/παροχή
transp., mater.sc. επαγωγική ροή