DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
siirtää v
agric. μεταφυτεύω
comp., MS μετεγκατάσταση; αναβολή; προώθηση; προωθώ
forestr. μεταφορά; μεταβιβάζω
IT, tech. μετακινώ; μεταφέρω; μεταγράφω
law, crim.law., UN επιστρέφω
mech.eng. μετατοπίζω; εκτοπίζω
med. ξαναφυτεύω; μεταθέτω; αναφυτεύω