DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
siemenkuori form.
industr., construct. ψοφάκι
nat.res. περικάρπιο
nat.sc. καλυπτήριος υμήν (tegumen); περικάλυμμα (tegumen); μεμβράνη σπόρου,περικάλυμμα