DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
saldo n
environ. ισοστάθμιση; υπόλειμμα/κατάλοιπο/ίζημα f
law, fin., environ. υπόλοιπο λογαριασμού; ισοζύγιο m; ισορροπία
saldo
: 1 phrase in 1 subject
Banking1