DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
särmäys form.
chem. περικοπή
earth.sc., met. δίπλωμα; κάμψη
industr., construct. διευθέτηση άκρων
industr., construct., met. διαμόρφωση των άκρων; κοπή άκρων
met. ευθύγραμμη κάμψη