DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
särö form.
gen. πρόκληση ρωγμάτωσης
commun. μη γραμμική παραμόρφωση
environ. παραβίαση; παράβαση/παραβίαση/κάταγμα
met. ρωγμή; ρηγμάτωση
stat., social.sc., el. παραμόρφωση
särö
: 7 phrases in 2 subjects
Electronics1
Industry6