DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
säiliöauto form.
agric. πυροσβεστικόν όχημα
environ. βυτιοφόρο; βυτιοφόρο φορτηγό
forestr. φορτηγό για μεταφορά ξυλοτεμαχιδίων; εμπορευματοκιβωτίων
mater.sc. αντλιοφόρο πυροσβεστικό όχημα τύπου "τριπλού συνδυασμού"
transp. βυτιοφόρο όχημα; βυτίο; όχημα-δεξαμενή
transp., agric., tech. φορτηγό βυτιοφόρο