DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
sähkö form.
el. φορτίο
environ. ηλεκτρισμός; ηλεκτρικό φορτίο; ηλεκτρικό ρεύμα; ηλεκτρισμός/ηλεκτρικό φορτίο/ηλεκτρικό ρεύμα
stat., el. Ηλεκτρισμός
sähkö
: 1 phrase in 1 subject
General1