DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
runko form.
agric. πλούσιος
agric., industr., construct. Κορμός
construct. κορμός
el. πλαίσιο; σώμα
fish.farm. κύριο σώμα; Kύριο τμήμα
forestr. κορμός ακατέργαστου ξύλου; κούτσουρο; στέλεχος
industr., construct. σκελετός; Σκελετός
mech.eng. ορθοστάτης; ορθοστάτης πολυγωνικής ή κυκλικής διατομής; σκελετός μηχανής; έδρα τράπεζας
nat.sc., agric. μέσον του κορμού
transp. κορμός δένδρου; αμάξωμα; σκάφος
transp., avia. πλαίσιο αεροσκάφους; άτρακτος; δομή αεροσκάφους; κέλυφος
transp., industr., construct. θήκη γυροσκοπίου επιταχυμέτρου
ilma-aluksen runko form.
transp., avia. δομή αεροσκάφους; κέλυφος; πλαίσιο αεροσκάφους
runko
: 18 phrases in 5 subjects
Chemistry2
Industry2
Life sciences1
Mechanic engineering3
Transport10