Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Finnish
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Maltese
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
runko
form.
agric.
πλούσιος
agric., industr., construct.
Κορμός
construct.
κορμός
el.
πλαίσιο
;
σώμα
fish.farm.
κύριο σώμα
;
Kύριο τμήμα
forestr.
κορμός ακατέργαστου ξύλου
;
κούτσουρο
;
στέλεχος
industr., construct.
σκελετός
;
Σκελετός
mech.eng.
ορθοστάτης
;
ορθοστάτης πολυγωνικής ή κυκλικής διατομής
;
σκελετός μηχανής
;
έδρα τράπεζας
nat.sc., agric.
μέσον του κορμού
transp.
κορμός δένδρου
;
αμάξωμα
;
σκάφος
transp., avia.
πλαίσιο αεροσκάφους
;
άτρακτος
;
δομή αεροσκάφους
;
κέλυφος
transp., industr., construct.
θήκη γυροσκοπίου επιταχυμέτρου
ilma-aluksen
runko
form.
transp., avia.
δομή αεροσκάφους
;
κέλυφος
;
πλαίσιο αεροσκάφους
runko
:
18 phrases
in 5 subjects
Chemistry
2
Industry
2
Life sciences
1
Mechanic engineering
3
Transport
10
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips