DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
ruiskutus form.
agric. ψεκασμός; ράντισμα
agric., chem. εφαρμογή συντηρητικού με ραντισμό
industr., construct. επικάλυψη με ψεκασμό
industr., construct., chem. Eκτόξευση; πιστόλισμα; ψέκασμα
met., mech.eng. έγχυση
ruiskutus
: 3 phrases in 2 subjects
Natural sciences2
Transport1