DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
ristikkopylväs form.
el. πύργος αναρτήσεως; ιστός; ιστός αναρτήσεως; πυλώνας αναρτήσεως; πυλώνας ηλεκτρικών γραμμών
mech.eng., el. δικτυωτός πυλώνας