DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
ristikko n
agric., construct. ζευκτόν
comp., MS διαγράμμιση
construct. εσχάρα f; δικτύωμα f
el., construct. πλαισιωτή δομή
life.sc. κάνναβος
math. πλέγμα
stat. πλαίσιο; τετραγωνικό τμήμα; πλέγμα
stat., scient. δίκτυο m