DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
rako form.
gen. θυρίδα
construct. εγκοπή οριζοντίας θωρακικής επενδύσεως
el. διάκενο
hobby, transp. σχισμή αλεξίπτωτου
industr., construct., met. σχισμή της ντεμπιτέζ
IT, dat.proc. υποδοχή
life.sc. αρμοί
med. σχισμή; τρήμα; άνοιγμα στομίου; πόρος
met. ρωγμή; ρηγμάτωση
rako
: 3 phrases in 3 subjects
Earth sciences1
Electronics1
Transport1