DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
pysyvä tila
earth.sc., mech.eng. κατάσταση ηρεμίας; μόνιμη κατάσταση; σταθερή κατάσταση
forestr. ακινητοποίηση; στάση; διακοπή εργασίας