DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
pyrstö form.
astronaut., transp. Ουραίο πτέρωμα; ουραίο συγκρότημα
nat.sc., agric. ουρά
transp. ίχνος; ουραίο τμήμα αεροσκάφους
transp., avia. ουραίο; ουραίο πτερύγιο
pyrstö
: 4 phrases in 3 subjects
Agriculture1
Natural sciences2
Transport1