DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
puu n
econ. δένδρο m
environ. μεσογειακό ξύλο (δάσος, της Μεσογείου); δέντρο m
forestr. ξυλεία m; ξύλο m
nat.sc. ξύλον
puu
: 11 phrases in 5 subjects
Economics1
Industry2
Materials science2
Microsoft3
Transport3