DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
purse form.
el. περίσσευμα
industr., construct., chem. περίσσεια χύτευσης
industr., construct., met. γρέζι; ραφή; φτερό
met. μαρκάρισμα κολλάρου
met., mech.eng. πτερύγιο; τσαπάκι
purse
: 1 phrase in 1 subject
Industry1