DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
puhkaisu form.
life.sc., coal. μεταλλευτικό ξετρύπημα; σύνδεση με διάτρηση
med. τομή (sectio); διατομή (incisio); εντομή (incisio)
puhkaisu
: 1 phrase in 1 subject
Medical1