DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
pontti form.
construct. προεξοχή; τόρμος; εντορμία; εγκοπή
industr., construct. αρσενικό θηλυκό προφίλ κατά μήκος τάβλας; γλωσσίδα και αύλακα; προεξοχή και αύλακα εσοχής; εξοχή; προεξοχή αρσενικό σανίδας ραμποτέ