DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
polttoainesäiliö form.
agric. αποθήκη καυσίμων
mech.eng. δοχείο καυσίμου; ρεζερβουάρ
social.sc., agric., mater.sc. δεξαμενή καυσίμων; δεξαμενή πετρελαίου
transp., energ.ind. δεξαμενή καυσίμου
polttoainesäiliö
: 2 phrases in 1 subject
Transport2