DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
poistaa v
commun. αφαίρεση άχρηστων; εκκαθάριση; αποσύρω από την κυκλοφορία
comp., MS κατάργηση; διαγράφω; αποσπώ; καταργώ
environ. εκσκάπτω