DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
pistokoe form.
commer., health. έλεγχος με σφυγμομέτρηση; αιφνίδιος έλεγχος
environ. τυχαία δοκιμασία; τυχαία δοκιμασία δοκιμή
stat., immigr. αιφνιδιαστικός έλεγχος; τυχαίος έλεγχος