DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
pintakerros form.
environ. επίχρισμα; προστατευτική επικάλυψη/επίστρωση/επίχρισμα
industr., construct., chem. Eπικάλυψη της επιφάνειας
life.sc. επιφανειακό οριακό στρώμα; οριακό στρώμα επιφανείας
met. τελικό στρώμα
transp. φυτικές γαίες
pintakerros
: 1 phrase in 1 subject
Environment1