DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
pino n
agric. στοίβες φιαλών
comp., MS δέσμη
environ. φρέαρ υψικαμίνου; θημωνιά f; στοίβα f; σωρός; φρέαρ υψικαμίνου/θημωνιά/σωρός/στοίβα
forestr. σωρός ξύλων
pino
: 1 phrase in 1 subject
Microsoft1