DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
pelto form.
agric. αρόσιμη γη; χωράφι; αρόσιμη έκταση
environ. πεδίο; αγρός; περιοχή ορυχείου; ύπαιθρος; περιοχή ορυχείου πετρελαιοπηγής
forestr. καλλιεργήσιμη γη
pelto
: 6 phrases in 3 subjects
Agriculture2
Natural resourses and wildlife conservation3
Natural sciences1