DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
pato form.
agric. φραγμός; ανάχωμα; σαμάρι
construct. αναβαθμός εκτροπής; εκχειλιστής; φράγμα εκτροπής
environ. φράγμα; αντιπλημυρικό ανάχωμα/φράγμα/τάφρος