DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
parvi abbr.
agric. κοπάδι; εσμός; σμήνος
anim.husb. κοπάδι ορνίθων
fish.farm. πάγκος ψαριών; κοπάδι ψαριών; μπάγκος ψαριών