DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
pamppu abbr.
industr., construct. ρόπαλο αστυνομικού
industr., construct., met. γάντζος; κρεμάστρα τσιμπουκιού; κρεμάστρα φουσκαδόρων
IT αφεντικό