DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
palko form.
gen. κυλινδρική θήκη ελαστικού
agric. φλοιός
chem. μονό "γαζί" συγκόλλησης
construct. κορδόνι συγκολλήσεως
food.ind. ψυχανθή