DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
pakopaikka form.
environ. καταφύγιο; νησίδα; καταφύγιο/νησίδα
nat.sc., agric. δασοκάλυψις κατάλληλος διά καταφύγιον της αγρίας πανίδος
pakopaikka
: 1 phrase in 1 subject
Environment1