![]() |
pöytäkirja | |
gen. | πρακτικό; πρωτόκολλο; πρακτικά |
econ. | πρωτόκολλο |
law | πραγματογνωμοσύνη |
| |||
πρακτικό; πρωτόκολλο; πρακτικά | |||
πραγματογνωμοσύνη | |||
συνοπτικά πρακτικά της συνεδρίασης | |||
| |||
πρωτόκολλο (ΕE) |
pöytäkirja Schengenin säännöstön sisällyttämisestä osaksi Euroopan unionia : 220 phrases in 27 subjects |