DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
pääteasema abbr.
gen. τερματικό; πόλοςηλεκτρικός; τέρμα,αφετηρία,σταθμός
transp., construct. τέρμα και αφετηρία σιδηροδρομικών γραμμών προ του σταθμού; τελικός σταθμός; τερματικός σταθμός