DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
pääte form.
gen. τερματικό; πόλοςηλεκτρικός; τέρμα,αφετηρία,σταθμός
astronaut., transp. Παρέμβυσμα τροχαλίας
IT συσκευή τερματισμού; Τερματική διάταξη δεδομένων; Τερματικό επεξεργασίας δεδομένων; τερματικό δεδομένων; μονάδα τερματισμού
IT, dat.proc. οριοθετήρας χαρακτήρων; οριοθετήρας
IT, el. απόληξη; τερματισμός; μονάδα τερματικού σταθμού επικοινωνούσα με τον χειριστή; τερματικός σταθμός
pääte
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1