DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
päästöjännite form.
earth.sc., el. τάση αποκλεισμού; τάση αυτόματης αποκοπής
el. ορθή τάση; στοιχείο με αρνητική αντίσταση; δίοδος
IT, energ.ind., industr. πτωτική τάση; πτώση τάσεως