DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
pää n
agric., industr., construct. εγκάρσιον ξύλον κλίνης βαρελιού; πάτος m; πυθμένας f; φουντί
fish.farm. κεφαλή αγκιστριού χωρίς μάτι
hobby, agric. κεφαλή του αγκιστριού
pää- n
comp., MS γονικός; γονικό στοιχείο
pää
: 12 phrases in 7 subjects
Agriculture2
Finances2
General1
Information technology1
Mechanic engineering2
Natural sciences1
Transport3