DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
ottaa käyttöön
gen. καθιστώ ικανό; αποκαθιστώ ικανό; θέτω σε υπηρεσία
comp., MS ανάπτυξη; μοντάρισμα; ενεργοποιώ
earth.sc., mech.eng. προετοιμασία για την λειτουργία
ottaa
: 1 phrase in 1 subject
Statistics1