DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
osittaminen form.
industr., construct. κρουπονάρισμα; τετραγωνισμός του δέρματος
IT, el. τμηματοποίηση
law αναγκαστική διανομή; διαμερισμός; κατανομή; τεμαχισμός
stat. στρωματοποίηση